- ἄχρωμοι
- ἄχρωμοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… … Hofmann J. Lexicon universale
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρυόλιθος — Ορυκτό του νατρίου, με χημικό τύπο Να3ΑlF6. Παρουσιάζει το φαινόμενο του πολυμορφισμού, δηλαδή κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σε κανονική θερμοκρασία, ενώ σε θερμοκρασίες πάνω από 550°C οι σχηματιζόμενοι κρύσταλλοι ανήκουν στο κυβικό… … Dictionary of Greek
πρωτομονάδες — οι, Ν ζωολ. καθένα από τα ζωομαστιγωτά πρωτόζωα τής τάξης κινητοπλαστίδια, μικροί άχρωμοι οργανισμοί που ζουν ελεύθερα ή παρασιτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protomonads (< πρωτ[ο] + μονάς, άδος)] … Dictionary of Greek
αβροτονίνη ή σαντονίνη — Ανυδρίτης του αβροτονικού οξέος. Βρίσκεται κυρίως στα λουλούδια του λεβιθόχορτου (αβρότονου) και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στην ιατρική για την καταπολέμηση των ελμίνθων (λεβίθων), που παρασιτούν στα έντερα. Οι άχρωμοι μαργαροειδείς… … Dictionary of Greek
αδουλαίος — Ορυκτό των εκρηξιγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων και ειδικότερα των κρυσταλλικών σχιστόλιθων. Είναι παραλλαγή του ορθοκλάστου και παρουσιάζεται με τη μορφή μεγάλων διαυγών και άχρωμων κρυστάλλων. Ωραιότατοι κρύσταλλοι α. βρίσκονται στους… … Dictionary of Greek
ακρόσπερμο — Γένος μυκήτων που απαντά σε νεκρά φυτικά μόρια. Οι καρποί τους ανυψώνονται κατακόρυφα και στην άκρη τους σχηματίζουν σχισμή, απ’ όπου βγαίνουν οι σπόροι σαν λευκή μάζα. Οι μύκητες αυτοί έχουν σωληνοειδείς ασκούς και οι σπόροι τους είναι… … Dictionary of Greek
γαλλικό οξύ — Αρωματικό οξύ με εμπειρικό μοριακό τύπο C7H6O5. Είναι τριϋδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζοϊκού οξέος –περιέχει τα υδροξύλια στις θέσεις 3, 4, 5: (ΗΟ)3C6H2 COOH (3, 4, 5 – τριϋδροξυβενζοϊκό οξύ)– και ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χημικό Καρλ Βίλεμ… … Dictionary of Greek
τoπάζι — Πυριτικό ορυκτό του αργιλίου και του φθορίου (Al2F2SiO4). Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι καθαροί κρύσταλλοί του είναι άχρωμοι· η παρουσία υδροξειδίου του σιδήρου δίνει στους κρυστάλλους υποκίτρινο χρώμα· όταν θερμανθούν γίνονται… … Dictionary of Greek